dimanche: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: es, et, eu, fi, fr, gl, hu, hy, id, io, it, ja, km, ko, ku, lb, lo, lt, mg, mn, nl, no, oc, pl, pt, ro, ru, sv, ta, tg, tr, ug, uz, vi, wo, zh
Γραμμή 13: Γραμμή 13:
===={{βλέπε}}====
===={{βλέπε}}====
{{Μέρες/fr}}
{{Μέρες/fr}}




[[ang:dimanche]]
[[ang:dimanche]]

Αναθεώρηση της 10:09, 22 Μαΐου 2014

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

dimanche (fr) αρσενικό

  1. η Κυριακή

Εκφράσεις

  • du dimanche: λέγεται για κάποιον άπειρο, ερασιτέχνη, που ασχολείται σπάνια με κάτι
    un conducteur du dimanche: ανέμπειρος οδηγός
  • le dimanche: κυριακάτικα, την Κυριακή
    il travaille le dimanche - δουλεύει κυριακάτικα / την Κυριακή

Δείτε επίσης

Οι μέρες της εβδομάδας
Δευτέρα Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη Παρασκευή Σάββατο Κυριακή
lundi mardi mercredi jeudi vendredi samedi dimanche