αβάγιστος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
{{el-κλίσ-'όμορφος'}}
{{el-κλίσ-'όμορφος'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < από το [[α-]] ''στερητικό'' και το [[βαγίζω]]
: '''{{PAGENAME}}''' < [[α-]] ([[στερητικό]]) + [[βαγίζω]]


==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο'''
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο'''
#που δεν [[λυγίζω|λυγίζει]]
# [[άκαμπτος]], [[αλύγιστος]], «''αυτό το κλαδί είναι'' '''''αβάγιστο'''''»
#:{{συνων}} [[άκαμπτος]], [[αλύγιστος]]
# (''για πρόσωπα'') [[αμετάπειστος]]
#: ''αυτό το κλαδί είναι'' '''''αβάγιστο'''''
#{{μτφρ}} που δεν [[αλλάζω|αλλάζει]] [[γνώμη]], που δεν [[μεταπείθω|μεταπείθεται]]
#:{{συνων}} [[άκαμπτος]], [[αμετάπειστος]], [[άτεγκτος]], [[ισχυρογνώμονας]], [[ξεροκέφαλος]], [[πεισματάρης]], [[σκληρός]]


===={{συγγενικά}}====
*{{βλ|βαγίζω}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
*{{βλ|αλύγιστος|αμετάπειστος}}
<!-- * {{en}} : {{τ|en|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{az}} : {{τ|az|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hy}} : {{τ|hy|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{af}} : {{τ|af|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{eu}} : {{τ|eu|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{yi}} : {{τ|yi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ka}} : {{τ|ka|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{gu}} : {{τ|gu|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{he}} : {{τ|he|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{et}} : {{τ|et|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{zu}} : {{τ|zu|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{id}} : {{τ|id|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{io}} : {{τ|io|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{es}} : {{τ|es|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{it}} : {{τ|it|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ks}} : {{τ|ks|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ko}} : {{τ|ko|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{lv}} : {{τ|lv|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{lb}} : {{τ|lb|XXX}} -->
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{mt}} : {{τ|mt|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ne}} : {{τ|ne|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{no}} : {{τ|no|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{nl}} : {{τ|nl|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{oc}} : {{τ|oc|XXX}} -->
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} -->
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{uz}} : {{τ|uz|XXX}} -->
<!-- * {{ur}} : {{τ|ur|XXX}} -->
<!-- * {{fa}} : {{τ|fa|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ru}} : {{τ|ru|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sa}} : {{τ|sa|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{mk}} : {{τ|mk|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sl}} : {{τ|sl|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sw}} : {{τ|sw|XXX}} -->
<!-- * {{sv}} : {{τ|sv|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{th}} : {{τ|th|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ta}} : {{τ|ta|XXX}} -->
<!-- * {{tt}} : {{τ|tt|XXX}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tk}} : {{τ|tk|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fo}} : {{τ|fo|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fy}} : {{τ|fy|XXX}} -->
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}



Αναθεώρηση της 07:56, 31 Μαΐου 2014

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβάγιστος η αβάγιστη το αβάγιστο
      γενική του αβάγιστου της αβάγιστης του αβάγιστου
    αιτιατική τον αβάγιστο την αβάγιστη το αβάγιστο
     κλητική αβάγιστε αβάγιστη αβάγιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβάγιστοι οι αβάγιστες τα αβάγιστα
      γενική των αβάγιστων των αβάγιστων των αβάγιστων
    αιτιατική τους αβάγιστους τις αβάγιστες τα αβάγιστα
     κλητική αβάγιστοι αβάγιστες αβάγιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αβάγιστος < α- (στερητικό) + βαγίζω

Επίθετο

αβάγιστος, -η, -ο

  1. που δεν λυγίζει
     συνώνυμα: άκαμπτος, αλύγιστος
    αυτό το κλαδί είναι αβάγιστο
  2. (μεταφορικά) που δεν αλλάζει γνώμη, που δεν μεταπείθεται
     συνώνυμα: άκαμπτος, αμετάπειστος, άτεγκτος, ισχυρογνώμονας, ξεροκέφαλος, πεισματάρης, σκληρός

Συγγενικά

Μεταφράσεις