ύδωρ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη tg |
||
Γραμμή 48: | Γραμμή 48: | ||
[[pt:ύδωρ]] |
[[pt:ύδωρ]] |
||
[[ro:ύδωρ]] |
[[ro:ύδωρ]] |
||
[[tg:ύδωρ]] |
Αναθεώρηση της 13:07, 6 Ιουνίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ύδωρ < αρχαία ελληνική ὕδωρ
Ουσιαστικό
ύδωρ ουδέτερο
- το νερό, υγρό άχρωμο, άοσμο και άγευστο στη φυσική κατάσταση, που αποτελείται από υδρογόνο και οξυγόνο (χημικός τύπος: H2O)
Συγγενικά
Σύνθετα
- υδατάνθρακας
- υδατογραφία
- υδατοδιαλυτός
- υδατόπτωση
- υδατόσημο
- υδατοστεγής
- υδατοσφαίριση
- υδατοφράχτης
- Η μορφή υδρ-, υδρο- χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό πολλών δεκάδων λέξεων.
Πολυλεκτικοί όροι
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
ύδωρ
→ δείτε τη λέξη νερό |