σώζομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →‎{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του σώζω → {{παθ|σώζω}} με τη χρήση AWB
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη en
Γραμμή 86: Γραμμή 86:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[en:σώζομαι]]

Αναθεώρηση της 15:25, 17 Ιουνίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σώζομαι < παθητική φωνή του ρήματος σώζω

Ρήμα

σώζομαι

  1. με σώζουν, βρίσκω τη σωτηρία μου
  2. (για ποσότητα-απόθεμα υλικού) εξαντλούμαι, τελειώνω
    Πῆγε λοιπὸν ἡ γυναίκα κ᾿ ἔκανε ὅπως τῆς παράγγειλε ὁ Ἠλίας, καὶ τὸν πῆρε στὸ σπίτι της, κι᾿ ἀπὸ κείνη τὴ μέρα δὲ λιγόστεψε τ᾿ ἀλεύρι μήτε τὸ λάδι σώθηκε, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. (Φώτης Κόντογλου - Ὁ Πύρινος Ἅγιος, Ἠλίας ὁ Θεσβίτης)

Μεταφράσεις