τρελο-: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ αφαίρεση του προτύπου '-' |
||
Γραμμή 19: | Γραμμή 19: | ||
* [[τρελοκομείο]] |
* [[τρελοκομείο]] |
||
* [[τρελοκόριτσο]] |
* [[τρελοκόριτσο]] |
||
{{-}} |
|||
* [[τρελόπαιδο]] |
* [[τρελόπαιδο]] |
||
* [[τρελοπαντιέρα]] |
* [[τρελοπαντιέρα]] |
Αναθεώρηση της 23:45, 29 Ιουνίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρελο- < τρελός
Πρόθημα
τρελο- ή τρελό-
- α΄ συνθετικό λέξεων που δηλώνει:
- τον τρελό, αυτόν που έχει ψυχονευρωτική αστάθεια, και ό,τι σχετίζεται με αυτόν
- τον απρόβλεπτο
- κάτι που χαρακτηρίζεται από υπερβολή και παραλογισμό