λίθος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 87.202.50.161 (επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Flyax)
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ μορφοποίηση μέσω αντικατάστασης προτύπων
Γραμμή 38: Γραμμή 38:


===={{σύνθετα}}====
===={{σύνθετα}}====
{{(}}
{{((}}
* [[απολίθωμα]]
* [[απολίθωμα]]
* [[απολιθωμένος]]
* [[απολιθωμένος]]
Γραμμή 55: Γραμμή 55:
* [[λιθοβολώ]]
* [[λιθοβολώ]]
* [[λιθογλύπτης]]
* [[λιθογλύπτης]]
{{-}}
* [[λιθογλυπτική]]
* [[λιθογλυπτική]]
* [[λιθογλυφία]]
* [[λιθογλυφία]]
Γραμμή 72: Γραμμή 71:
* [[λιθοειδής]]
* [[λιθοειδής]]
* [[λιθοθραύστης]]
* [[λιθοθραύστης]]
{{-}}
* [[λιθόκολλα]]
* [[λιθόκολλα]]
* [[λιθοκόλληση]]
* [[λιθοκόλληση]]
Γραμμή 89: Γραμμή 87:
* [[λιθοτόμος]]
* [[λιθοτόμος]]
* [[λιθοτριψία]]
* [[λιθοτριψία]]
{{)}}
{{))}}


===={{συνώνυμα}}====
===={{συνώνυμα}}====

Αναθεώρηση της 19:55, 1 Ιουλίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'δρόμος'

λεπτομέρεια κτίσματος από λίθο
διάφοροι πολύτιμοι λίθοι

Ετυμολογία

λίθος < αρχαία ελληνική λίθος < άγνωστης ετυμολογίας

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

λίθος αρσενικό ή θηλυκό

Εκφράσεις

  • ακρογωνιαίος λίθος : η πέτρα που χρησιμοποιείται στη βάση της γωνίας την οποία σχηματίζουν δύο συγκλίνοντες τοίχοι και αποτελεί στήριγμά τους και κατ' επέκταση και όλου του οικοδομήματος
  • αργός λίθος : η ακατέργαστη κι ακανόνιστη πέτρα που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως οικοδομικό υλικό
  • εποχή του λίθου : η πρώιμη περίοδος της ανθρώπινης ιστορίας, πριν από την εποχή του χαλκού και του σιδήρου, που χαρακτηρίζεται από την κατασκευή και χρήση λίθινων εργαλείων και όπλων
  • ημιπολύτιμος λίθος : μικρής αξίας ορυκτό πέτρωμα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή διακοσμητικών αντικειμένων
  • καυστικός λίθος : το καυστικό κάλιο
  • κυανούς λίθος : ο χαλκός
  • λίθοι, πλίνθοι, ξύλα και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα : (λίθοι καί πλίνθοι καί ξύλα καί κέραμος ἀτάκτως ἐρριμμένα, Ξενοφῶντος Ἀπομνημονεύματα, 3,1,7): πράγματα που βρίσκονται σε πλήρη αταξία
  • λίθος της κολάσεως : ο νιτρικός άργυρος
  • λυδία λίθος : η σκληρή πυριτική πέτρα μαύρου χρώματος με την οποία ελέγχεται ο βαθμός γνησιότητας του χρυσού και του αργύρου
  • (μεταφορικά) μια ιδιότητα, ένα γεγονός, μια κατάσταση, ένα όργανο που ελέγχει την αξία, την αντοχή, την ιδιότητα ενός πράγματος
  • τεχνητός λίθος : ο κατασκευασμένος λίθος που είναι απομίμηση ενός πολύτιμου λίθου
  • φιλοσοφική λίθος : η φανταστική πέτρα με την οποία οι αλχημιστές πίστευαν ότι θα μπορούσαν να μετατρέψουν κάθε μέταλλο σε χρυσάφι


Συγγενικά

Σύνθετα

Συνώνυμα

Σημειώσεις

  • η λέξη, γενικά, σπάνια χρησιμοποιείται από μόνη της για την αναφορά σε πέτρα παρά μόνο σε ειδικευμένα περιβάλλοντα (ιατρική, κοσμηματοποιία κλπ)

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

λίθος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λίθος αρσενικό ή θηλυκό

  1. λίθος, πέτρα
  2. (στην αρχαία Αθήνα) ονομασία διάφορων συμπλεγμάτων από πέτρες που χρησιμοποιούνταν σαν βήμα για ομιλητές

Πολυλεκτικοί όροι

  • διαφανὴς λίθος: είδος φακού
  • λίθος κυανοῦς: θειικός χαλκός
  • Λυδία λίθος: πέτρα από μαύρο σκληρό πέτρωμα με το οποίο ελέγχονταν η καθαρότητα του χρυσού και του ασημιού
  • Μαγνῆτις λίθος / Ἡρακλεία λίθος: μαγνήτης
  • χυτὴ λίθος: άλλη ονομασία του γυαλιού