μωρό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ μορφοποίηση μέσω αντικατάστασης προτύπων
Γραμμή 22: Γραμμή 22:


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
{{(}}
{{((}}
* [[μωράκι]]
* [[μωράκι]]
* [[μωρουδάκι]]
* [[μωρουδάκι]]
Γραμμή 28: Γραμμή 28:
*[[μωρούδι]]
*[[μωρούδι]]
* [[μωρουδιακός]]
* [[μωρουδιακός]]
{{-}}
* [[μωρουδίζω]]
* [[μωρουδίζω]]
* [[μωρούδισμα]]
* [[μωρούδισμα]]
* [[μωρουδίσματα]]
* [[μωρουδίσματα]]
* [[μωρουδίστικος]]
* [[μωρουδίστικος]]
{{)}}
{{))}}


===={{συνώνυμα}}====
===={{συνώνυμα}}====
{{(}}
{{((}}
* [[αβάφτιστο]]
* [[αβάφτιστο]]
* [[βρέφος]]
* [[βρέφος]]
Γραμμή 47: Γραμμή 46:
* [[λεχούδι]]
* [[λεχούδι]]
* [[μικρό]]
* [[μικρό]]
{{-}}
* [[μπεμπέκα]]
* [[μπεμπέκα]]
* [[μπέμπης]]
* [[μπέμπης]]
Γραμμή 57: Γραμμή 55:
* [[σαλό]]
* [[σαλό]]
* [[τυλιχταρούδι]]
* [[τυλιχταρούδι]]
{{)}}
{{))}}

===={{βλέπε}}====
===={{βλέπε}}====
* [[μωρός]]
* [[μωρός]]

Αναθεώρηση της 19:58, 1 Ιουλίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

ένα μωρό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μωρό τα μωρά
      γενική του μωρού των μωρών
    αιτιατική το μωρό τα μωρά
     κλητική μωρό μωρά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μωρό < μεσαιωνική ελληνική μωρόν < αρχαία ελληνική μωρός

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

μωρό ουδέτερο

  1. πολύ νεαρό παιδί που δεν ξέρει ακόμα να μιλά και να περπατά, το βρέφος
    το μωρό κοιμάται στην κούνια
  2. οικεία προσφώνηση πολύ αγαπημένου προσώπου
    μωρό μου!
  3. (μεταφορικά) όμορφο και νεαρό άτομο, κατά το τεκνό
    γνώρισα ένα μωρό χθες...

Εκφράσεις

  • κάνει σαν μωρό: συμπεριφέρεται σαν να ήταν μωρό
  • μωρό μου : λέγεται χαϊδευτικά σε αγαπημένα πρόσωπα

Συγγενικά

Συνώνυμα

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μωρό