φλεγμονή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{μεταφράσεις}}: +es διορθ. it |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη pl |
||
Γραμμή 72: | Γραμμή 72: | ||
[[en:φλεγμονή]] |
[[en:φλεγμονή]] |
||
[[fi:φλεγμονή]] |
[[fi:φλεγμονή]] |
||
[[pl:φλεγμονή]] |
Αναθεώρηση της 16:43, 15 Ιουλίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φλεγμονή < αρχαία ελληνική φλέγμα
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
φλεγμονή θηλυκό
- η τοπική αντίδραση του οργανισμού στην μόλυνση από παθογόνους μικροοργανισμούς, η οποία εκδηλώνεται με τοπικό οίδημα, πόνο, κοκκίνισμα και, πιθανόν, πυρετό
Συγγενικά
Δείτε επίσης
- φλεγμονή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
φλεγμονή