ξυπνώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 2: Γραμμή 2:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μσν}} και {{μτγν}} '''ἐξυπνῶ''' < [[ἐξ]] +[[ὕπνος]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μσν|ξυπνῶ}} < {{ελνστ|ἐξυπνόω}} / [[ἐξυπνῶ]] < [[ἔξυπνος]] < [[ἐξ]] + {{αρχ|ὕπνος}}


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===

Αναθεώρηση της 07:17, 17 Ιουλίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξυπνώ < μεσαιωνική ελληνική ξυπνῶ < (ελληνιστική κοινήἐξυπνόω / ἐξυπνῶ < ἔξυπνος < ἐξ + αρχαία ελληνική ὕπνος

Ρήμα

ξυπνώ

  1. (μεταβατικό) διακόπτω τον ύπνο κάποιου
    θα ξυπνήσεις το μωρό με τις φωνές σου
  2. (αμετάβατο) σταματώ να κοιμάμαι
    αύριο θα ξυπνήσω νωρίς
  3. (αμετάβατο) (μεταφορικά) αφυπνίζω κάποιον που ζει με ψευδαισθήσεις, σε μια ονειρική πραγματικότητα ή είναι αδρανής
  4. (αμετάβατο) (μεταφορικά) σταματώ να έχω ψευδαισθήσεις, να ζω σε μια ονειρική πραγματικότητα ή να είμαι αδρανής, αφυπνίζομαι
    ξύπνα επιτέλους, η ζωή αλλάζει

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις