πρωθύστερος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 6: Γραμμή 6:
==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο'''
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο'''
*{{λόγιο}} που μπαίνει [[μπροστά]] ή [[αρχικά]], ενώ θα έπρεπε να [[έπομαι|έπεται]]
#{{λόγιο}} που μπαίνει [[μπροστά]] ή [[αρχικά]], ενώ θα έπρεπε να [[έπομαι|έπεται]]
*: ''Στα οχτώ κεφάλαια του αφηγήματος προστίθεται κι ένα ένατο, ως επίμετρο, με '''πρωθύστερη''' χρονολογία και ετεροχρονισμένο νόημα.'' ([http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=105536 *])
#: ''Στα οχτώ κεφάλαια του αφηγήματος προστίθεται κι ένα ένατο, ως επίμετρο, με '''πρωθύστερη''' χρονολογία και ετεροχρονισμένο νόημα.'' ([http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=105536 *])
#{{λογοτ}} {{ουσ}} [[πρωθύστερο]]: [[σχήμα λόγου]] κατά το οποίο τοποθετείται αρχικά μια [[έννοια]] ή [[ενέργεια]] που λογικά [[έπομαι|έπεται]]


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
*[[πρωθύστερα]]
*[[πρωθύστερα]]
*{{βλ|πρώτος|ύστερος}}
*{{βλ|πρώτος|ύστερος}}

===={{πολυλεκτικοί όροι}}====
*[[πρωθύστερο σχήμα]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 16:37, 23 Ιουλίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωθύστερος η πρωθύστερη το πρωθύστερο
      γενική του πρωθύστερου της πρωθύστερης του πρωθύστερου
    αιτιατική τον πρωθύστερο την πρωθύστερη το πρωθύστερο
     κλητική πρωθύστερε πρωθύστερη πρωθύστερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωθύστεροι οι πρωθύστερες τα πρωθύστερα
      γενική των πρωθύστερων των πρωθύστερων των πρωθύστερων
    αιτιατική τους πρωθύστερους τις πρωθύστερες τα πρωθύστερα
     κλητική πρωθύστεροι πρωθύστερες πρωθύστερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρωθύστερος < (ελληνιστική κοινήπρωθύστερος < αρχαία ελληνική πρῶτος + ὕστερος

Επίθετο

πρωθύστερος, -η, -ο

  1. (λόγιο) που μπαίνει μπροστά ή αρχικά, ενώ θα έπρεπε να έπεται
    Στα οχτώ κεφάλαια του αφηγήματος προστίθεται κι ένα ένατο, ως επίμετρο, με πρωθύστερη χρονολογία και ετεροχρονισμένο νόημα. (*)
  2. (λογοτεχνικό) (ουσιαστικοποιημένο) πρωθύστερο: σχήμα λόγου κατά το οποίο τοποθετείται αρχικά μια έννοια ή ενέργεια που λογικά έπεται

Συγγενικά

Μεταφράσεις