εξαϋλώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < εξ + άυλος < {{ελνστ|ἄϋλος}} < {{αρχ|ὕλη}} ==={{ρήμα|el}}=== '''{{PA...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 06:06, 12 Αυγούστου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξαϋλώνω < εξ + άυλος < (ελληνιστική κοινήἄϋλος < αρχαία ελληνική ὕλη

Ρήμα

εξαϋλώνω (παθητική φωνή: εξαϋλώνομαι)

  1. μετατρέπω κάτι σε άυλο, αφαιρώ την υλικότητα
  2. Πρότυπο:φυσ μετατρέπω την ύλη σε ενέργεια
  3. (μεταφορικά) αφαιρώ, εξαφανίζω
  4. (μεταφορικά) εξιδανικεύω

Κλίση

Μεταφράσεις