χαρίζομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του χαρίζω → {{παθ|χαρίζω}}, : '''{{PAGENAME}}''', → : '''{{PAGENAME}}''' < με τη χρήση AWB |
Olmav (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{παθ|χαρίζω}} |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{παθ|χαρίζω}} και {[αρχ|}} |
||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
Γραμμή 95: | Γραμμή 95: | ||
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} --> |
||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
-------- |
|||
=={{-grc-}}== |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
|||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[χαρίεις]] ή [[χαριεντίζομαι]] |
|||
==={{ρήμα|grc}}=== |
|||
'''{{PAGENAME}}''' |
|||
# λέω κάτι ευχάριστο |
|||
# κάνω [[χάρη]] |
|||
# δείχνω εύνοια |
|||
# υποχωρώ σε απαιτήσεις, κάνω σε κάποιον τη χάρη, [[ενδίδω]], |
|||
# [[συγκατανεύω]] |
|||
# προσφέρω με χαρά, δωρίζω, χαρίζω |
|||
#συγχωρώ |
|||
# γίνομαι ευχάριστος, είμαι αρεστός |
|||
#'''κεχαρισμένος''': [[αγαπητός]], [[ποθητός]] |
|||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 14:00, 31 Αυγούστου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χαρίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος χαρίζω και {[αρχ|}}
Ρήμα
χαρίζομαι
- (όταν το υποκείμενο είναι άψυχο αντικείμενο ή ζώο ή αφηρημένη έννοια) με χαρίζουν
- χαρίζεται πλυντήριο, που χρειάζεται όμως επισκευή
- χαρίζεται σκυλάκι
- δόθηκε χάρη στον κατάδικο και του χαρίστηκε το υπόλοιπο της ποινής" του
- κάνω μια χάρη σε κάποιον, υποχωρώ σε ένα αίτημα ή συγχωρώ ένα λάθος ή και δείχνω εύνοια, μεροληπτώ
- μην του χαρίζεσαι γιατί θα αποθρασυνθεί
- χαρίζεσαι στον μικρό και ο μεγάλος δίκαια παραπονιέται
Μεταφράσεις
χαρίζομαι
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- χαρίζομαι < χαρίεις ή χαριεντίζομαι
Ρήμα
χαρίζομαι
- λέω κάτι ευχάριστο
- κάνω χάρη
- δείχνω εύνοια
- υποχωρώ σε απαιτήσεις, κάνω σε κάποιον τη χάρη, ενδίδω,
- συγκατανεύω
- προσφέρω με χαρά, δωρίζω, χαρίζω
- συγχωρώ
- γίνομαι ευχάριστος, είμαι αρεστός
- κεχαρισμένος: αγαπητός, ποθητός