walking: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη th |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ku |
||
Γραμμή 39: | Γραμμή 39: | ||
[[kn:walking]] |
[[kn:walking]] |
||
[[ko:walking]] |
[[ko:walking]] |
||
[[ku:walking]] |
|||
[[li:walking]] |
[[li:walking]] |
||
[[lv:walking]] |
[[lv:walking]] |
Αναθεώρηση της 20:25, 8 Σεπτεμβρίου 2014
Αγγλικά (en)
Ρηματικός τύπος
walking (en)
Ουσιαστικό
walking (en) < γερούνδιο του walk
- το περπάτημα
Επίθετο
walking (en)
- περιπατητικός
- walking shoes
- με τα πόδια, πεζός
- walking tour
- ως παρομοίωση για κάτι εξαιρετικό ή μια ιδιότητα που κάποιος λογικά δεν μπορεί να έχει, ζωντανή απόδειξη
- walking miracle, walking dictionary (το αντίστοιχο της "κινητής βιβλιοθήκης")
Εκφράσεις
- walking wounded (εκείνοι που σε ένα ατύχημα μπορούν να μετακινηθούν από το επικίνδυνο σημείο χωρίς συνδρομή άλλων)
- walking stick και walking cane (τα κουνούπια και άλλα έντομα, καθώς και το μπαστούνι, η ράβδος, η πατερίτσα)
- walking patient (ο περιπατητικός ασθενής)
- walking frame (η περπατούρα)
- walking fern (είδος φτέρης)