τέκνο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{μεταφράσεις}}: de μουσική |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη tl |
||
Γραμμή 90: | Γραμμή 90: | ||
[[mg:τέκνο]] |
[[mg:τέκνο]] |
||
[[pl:τέκνο]] |
[[pl:τέκνο]] |
||
[[tl:τέκνο]] |
|||
[[tr:τέκνο]] |
[[tr:τέκνο]] |
Αναθεώρηση της 20:35, 8 Σεπτεμβρίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τέκνο < αρχαία ελληνική τέκνον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tek-
- τέκνο < αγγλική techno < technology < αρχαία ελληνική τεχνολογία (αντιδάνειο) < τέχνη + -λογία
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
τέκνο ουδέτερο
- (λόγιο)
- παιδί
- (μεταφορικά) δημιούργημα
- δήλωση ότι κάποιος κατάγεται από κάποιον τόπο
- Η Σίφνος τιμά το τέκνο της, Νικόλαο Τσελεμεντέ. (*)
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα: τα σφάλματα των προγόνων ή των προηγουμένων βασανίζουν τους επιγόνους ή τους επόμενους
- κι εσύ, τέκνον Βρούτε; για προδοτική συμπεριφορά φίλου ή συνεργάτη
Ουσιαστικό
τέκνο ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
απόγονος