γίγαντας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη fr |
||
Γραμμή 85: | Γραμμή 85: | ||
[[en:γίγαντας]] |
[[en:γίγαντας]] |
||
[[fi:γίγαντας]] |
[[fi:γίγαντας]] |
||
[[fr:γίγαντας]] |
|||
[[mg:γίγαντας]] |
[[mg:γίγαντας]] |
||
[[pl:γίγαντας]] |
[[pl:γίγαντας]] |
Αναθεώρηση της 18:16, 20 Σεπτεμβρίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γίγαντας | οι | γίγαντες |
γενική | του | γίγαντα | των | γιγάντων |
αιτιατική | τον | γίγαντα | τους | γίγαντες |
κλητική | γίγαντα | γίγαντες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- γίγαντας < αρχαία ελληνική Γίγας
Ουσιαστικό
γίγαντας αρσενικό (θηλυκό: γιγάντισσα)
- μυθικό ον που συναντάται σε πολλές από τις μυθολογίες του κόσμου· ανθρωπόμορφος αλλά με ύψος και δύναμη πολλές φορές μεγαλύτερα από του κανονικού ανθρώπου
- (μεταφορικά) άνθρωπος με ύψος πολύ μεγαλύτερο από το μέσο όρο
- κάτω από το καλάθι την άμυνα έβγαζε ένας γίγαντας των 2.10
- ≈ συνώνυμα: ψηλόσωμος, υψηλόσωμος
- ≠ αντώνυμα: νάνος
- που θεωρείται σημαντική μορφή στον τομέα του
- ο Σοπενάουερ είναι ένας από τους γίγαντες της γερμανικής φιλοσοφίας
- έλα ρε γίγαντα!
Εκφράσεις
- γίγαντας με πήλινα πόδια: ...