ξάδερφος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη fr
Γραμμή 68: Γραμμή 68:
[[chr:ξάδερφος]]
[[chr:ξάδερφος]]
[[en:ξάδερφος]]
[[en:ξάδερφος]]
[[fr:ξάδερφος]]

Αναθεώρηση της 21:18, 28 Σεπτεμβρίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'άγγελος'

Ετυμολογία

ξάδερφος < εξάδελφος

Ουσιαστικό

ξάδερφος αρσενικό, ξαδέρφη θηλυκό

  1. ο γιος του αδελφού ή της αδελφής ενός από τους γονείς μου
  2. δεύτερος ξάδερφος: ο γιος του εξάδελφου ή της εξαδέλφης ενός από τους γονείς μου

Συγγενικά

Μεταφράσεις