συντεταγμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{el-κλίσ-'όμορφος'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < λόγια μετοχή του ρήματος συντάσσομαι...
 
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 14: Γραμμή 14:
* [[συντακτικό]]
* [[συντακτικό]]


{{κοιτ}} [[συντεταγμένη]] ως ουσιαστικό
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 09:00, 29 Σεπτεμβρίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συντεταγμένος η συντεταγμένη το συντεταγμένο
      γενική του συντεταγμένου της συντεταγμένης του συντεταγμένου
    αιτιατική τον συντεταγμένο τη συντεταγμένη το συντεταγμένο
     κλητική συντεταγμένε συντεταγμένη συντεταγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συντεταγμένοι οι συντεταγμένες τα συντεταγμένα
      γενική των συντεταγμένων των συντεταγμένων των συντεταγμένων
    αιτιατική τους συντεταγμένους τις συντεταγμένες τα συντεταγμένα
     κλητική συντεταγμένοι συντεταγμένες συντεταγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συντεταγμένος < λόγια μετοχή του ρήματος συντάσσομαι

Μετοχή

συντεταγμένος

  • αυτός που βρίσκεται σε τάξη (συχνά για στρατιωτικές μονάδες ή για συγκεντρωμένα πλήθη που κινούνται όχι άτακτα, αλλά με πειθαρχία ή ομαδικά)

Συνώνυμα

Συγγενικά

συντεταγμένη ως ουσιαστικό

Μεταφράσεις