γκρο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 3: | Γραμμή 3: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[gros]] |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} (άκλιτο) |
||
# το βαρύ [[μεταξωτό]] ύφασμα με ειδικό [[στημόνι]] |
|||
# {{λείπει ο ορισμός}} |
|||
# συχνά σήμερα σημαίνει όμως και το [[βαρύ]], τη [[χοντροκοπιά]], το [[ανάρμοστο]], τη [[χοντράδα]] |
|||
Αναθεώρηση της 09:18, 15 Οκτωβρίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γκρο < gros
Ουσιαστικό
γκρο ουδέτερο (άκλιτο)
- το βαρύ μεταξωτό ύφασμα με ειδικό στημόνι
- συχνά σήμερα σημαίνει όμως και το βαρύ, τη χοντροκοπιά, το ανάρμοστο, τη χοντράδα
Μεταφράσεις
γκρο
|