γνωμοδοτικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'καλός'}}
{{προσχέδιο}}


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
: '''{{PAGENAME}}''' < [[γνωμοδοτώ]]
==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
# που έχει σχέση με την παροχή γνώμης απο αρμόδιο και ειδικό άτομο, συμβούλιο, φορέα
# {{λείπει ο ορισμός}}
# σε αντιδαστολή προς το αποφασιστικός, π.χ. για το ρόλο ενός γνωμοδοτικού οργάνου, όπου ξεκαθαρίζεται έμμεσα αλλά σαφώς απο τη χρήση του συγκεκριμένου επιθέτου ότι ο ρόλος αυτός περιορίζεται στην παροχή γνώμης και ότι δεν μπορεί να αποφασίσει, να θεσπίσει




===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
<!-- * {{en}} : {{τ|en|ΧΧΧ}} -->
* {{en}} : {{τ|en|advisory}}
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 09:16, 16 Οκτωβρίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γνωμοδοτικός η γνωμοδοτική το γνωμοδοτικό
      γενική του γνωμοδοτικού της γνωμοδοτικής του γνωμοδοτικού
    αιτιατική τον γνωμοδοτικό τη γνωμοδοτική το γνωμοδοτικό
     κλητική γνωμοδοτικέ γνωμοδοτική γνωμοδοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γνωμοδοτικοί οι γνωμοδοτικές τα γνωμοδοτικά
      γενική των γνωμοδοτικών των γνωμοδοτικών των γνωμοδοτικών
    αιτιατική τους γνωμοδοτικούς τις γνωμοδοτικές τα γνωμοδοτικά
     κλητική γνωμοδοτικοί γνωμοδοτικές γνωμοδοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γνωμοδοτικός < γνωμοδοτώ

Επίθετο

γνωμοδοτικός

  1. που έχει σχέση με την παροχή γνώμης απο αρμόδιο και ειδικό άτομο, συμβούλιο, φορέα
  2. σε αντιδαστολή προς το αποφασιστικός, π.χ. για το ρόλο ενός γνωμοδοτικού οργάνου, όπου ξεκαθαρίζεται έμμεσα αλλά σαφώς απο τη χρήση του συγκεκριμένου επιθέτου ότι ο ρόλος αυτός περιορίζεται στην παροχή γνώμης και ότι δεν μπορεί να αποφασίσει, να θεσπίσει


Μεταφράσεις