γνωστεύω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{προσχέδιο}} |
{{προσχέδιο}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[γνωστικός]] ή [[γνώστης]] ή [[γνώση]] |
||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''' |
||
*[[βάζω]] μυαλό, γίνομαι [[γνωστικός]], παύω να είμαι ίσως [[επιπόλαιος]] ή οτιδήποτε αλλο θεωρούσα ότι δεν έδειχνε [[εξυπνάδα]] από πλευράς μου |
|||
# {{λείπει ο ορισμός}} |
|||
===={{κλίση}}==== |
|||
ενεστ. '''γνωστεύω''' παρατ. '''γνώστευα''' μέλ. στ. '''θα γνωστέψω''' και εξακ. '''θα γνωστεύω'''' αόριστ. '''γνώστεψα''' παρακ. '''έχω γνωστέψει''' μετοχή '''γνωστεύοντας''' |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
Αναθεώρηση της 11:29, 16 Οκτωβρίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ρήμα
γνωστεύω
- βάζω μυαλό, γίνομαι γνωστικός, παύω να είμαι ίσως επιπόλαιος ή οτιδήποτε αλλο θεωρούσα ότι δεν έδειχνε εξυπνάδα από πλευράς μου
Κλίση
ενεστ. γνωστεύω παρατ. γνώστευα μέλ. στ. θα γνωστέψω και εξακ. θα γνωστεύω' αόριστ. γνώστεψα παρακ. έχω γνωστέψει μετοχή γνωστεύοντας
Μεταφράσεις
γνωστεύω
|