παζάρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 5: Γραμμή 5:


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
# η [[υπαίθριος|υπαίθρια]] [[αγορά]]
# η [[υπαίθριος|υπαίθρια]] [[αγορά]]
# η [[διαπραγμάτευση]] για την τιμή ενός προϊόντος μεταξύ εμπόρου και αγοραστή
# η [[διαπραγμάτευση]] για την τιμή ενός προϊόντος μεταξύ εμπόρου και αγοραστή
Γραμμή 24: Γραμμή 24:
*[[παζαρεύω]]
*[[παζαρεύω]]
*[[παζαριλίκι]]
*[[παζαριλίκι]]
*[[παζαρίσιος]]
*[[σκλαβοπάζαρο]]
*[[σκλαβοπάζαρο]]
*[[ψαροπάζαρο]]
*[[ψαροπάζαρο]]

Αναθεώρηση της 05:31, 20 Οκτωβρίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παζάρι τα παζάρια
      γενική του παζαριού των παζαριών
    αιτιατική το παζάρι τα παζάρια
     κλητική παζάρι παζάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παζάρι < μεσαιωνική ελληνική παζάρι(ο)ν < Πρότυπο:ετυμ tr pazar < Πρότυπο:ετυμ fa بازار (bâzâr) < μέση περσική wʾčʾl (wāzār, αγορά)

Ουσιαστικό

παζάρι ουδέτερο

  1. η υπαίθρια αγορά
  2. η διαπραγμάτευση για την τιμή ενός προϊόντος μεταξύ εμπόρου και αγοραστή
     συνώνυμα: παζάρεμα
    στην Ανατολή σχεδόν επιβάλλονται τα παζάρια

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις