θαυμάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 107: Γραμμή 107:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
'''{{PAGENAME}} ''' ρίζα '''θαυμ''' ή και '''θαμβ''' (το ρήμα θεωρείται ότι είχε και παράλληλους τύπους [[θαμβαίνω]], [[θαυμαίνω]] και [[θαμβέω]]-[[θαμβῶ]])
'''{{PAGENAME}} ''' < [[θαῦμα]] (το ρήμα θεωρείται ότι είχε και παράλληλους τύπους [[θαμβαίνω]] και [[θαμβέω]]-[[θαμβῶ]] < [[θάμβος]])


==={{ρήμα|grc}}===
==={{ρήμα|grc}}===
Γραμμή 114: Γραμμή 114:
# (''με αιτιατική'') (''για καλό'') [[τιμώ]], [[σέβομαι]]
# (''με αιτιατική'') (''για καλό'') [[τιμώ]], [[σέβομαι]]
# (''με αιτιατική'') (''για κακό'') [[εκπλήσσομαι]], [[απορώ]]
# (''με αιτιατική'') (''για κακό'') [[εκπλήσσομαι]], [[απορώ]]

===={{συγγενικά}}====
*[[θαυμαίνω]]


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 10:17, 23 Οκτωβρίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θαυμάζω < αρχαία ελληνική θαυμάζω

Ρήμα

θαυμάζω

  1. εντυπωσιάζομαι με κάτι ή κάποιον, μένω έκθαμβος

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

θαυμάζω < θαῦμα (το ρήμα θεωρείται ότι είχε και παράλληλους τύπους θαμβαίνω και θαμβέω-θαμβῶ < θάμβος)

Ρήμα

θαυμάζω

  1. μένω έκθαμβος
  2. (με αιτιατική) (για καλό) τιμώ, σέβομαι
  3. (με αιτιατική) (για κακό) εκπλήσσομαι, απορώ

Συγγενικά