θέα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ δείτε|θεά
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 4: Γραμμή 4:
{{el-κλίσ-'πείνα'}}
{{el-κλίσ-'πείνα'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
Γραμμή 66: Γραμμή 66:
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}

----------
={{-grc-}}==

==={{ετυμολογία}}===
'''{{PAGENAME}} ''' < [[θεάομαι]] και {{ιων}} [[θηέομαι]]

==={{ρήμα|grc}}===
'''{{PAGENAME}}''' ( & {{ιων}} [[θέη]])
# η ενασχόληση με το κοίταγμα, το κοίταγμα με θαυμασμό ή με ερευνητική ματιά
# [[όψη]]
# αυτό που βλέπει κανείς, το αντικείμενο της θέας, το [[θέαμα]]
# η [[θέση]] του πολίτη στο θέατρο, η θέση του [[θεατής|θεατή]]


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 18:03, 23 Οκτωβρίου 2014

Δείτε επίσης: θεά

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θέα οι θέες
      γενική της θέας
    αιτιατική τη θέα τις θέες
     κλητική θέα θέες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θέα < αρχαία ελληνική θέα

Ουσιαστικό

θέα θηλυκό

  1. αυτό που βλέπει κανείς
    σε κοινή θέα: ώστε να (το) βλέπουν οι πάντες
  2. η ευρεία εικόνα από μακριά ενός φυσικού τοπίου, μιας πόλης κ.λπ
    ενοικιάζεται δωμάτιο με θέα στη θάλασσα

Συγγενικά

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)=

Ετυμολογία

θέα < θεάομαι και ιωνικός τύποςθηέομαι

Ρήμα

θέα ( & ιωνικός τύποςθέη)

  1. η ενασχόληση με το κοίταγμα, το κοίταγμα με θαυμασμό ή με ερευνητική ματιά
  2. όψη
  3. αυτό που βλέπει κανείς, το αντικείμενο της θέας, το θέαμα
  4. η θέση του πολίτη στο θέατρο, η θέση του θεατή