δαπάνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη fr |
|||
Γραμμή 13: | Γραμμή 13: | ||
* [[δαπανώ]] |
* [[δαπανώ]] |
||
* [[δαπανηρός]] |
* [[δαπανηρός]] |
||
===={{εκφράσεις}}==== |
|||
*''δημοσία [[δαπάνη]]'' (<{{καθαρ}} [[δημοσίᾳ]] [[δαπάνῃ]]): με [[δαπάνη|δαπάνες]] που καταβάλλει το [[δημόσιο]], το [[κράτος]] |
|||
*:{{αντων}} ''ιδία [[δαπάνη]]'' |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 09:48, 22 Νοεμβρίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δαπάνη | οι | δαπάνες |
γενική | της | δαπάνης | των | δαπανών |
αιτιατική | τη | δαπάνη | τις | δαπάνες |
κλητική | δαπάνη | δαπάνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- δαπάνη < αρχαία ελληνική δαπάνη
Ουσιαστικό
δαπάνη θηλυκό
- το να δίνει κάποιος ένα χρηματικό ποσό για ένα αγαθό ή υπηρεσία
- το χρηματικό ποσό που κάποιος δαπανά
- (μεταφορικά) το ξόδεμα (δυνάμεων, πόρων κλπ)
Συγγενικά
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
δαπάνη
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
δαπάνη < δαπανάω
Ουσιαστικό
δαπάνη θηλυκό
- η ενέργεια του δαπανάω, η κατανάλωση χρήσιμων πραγμάτων