δαπάνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 14: | Γραμμή 14: | ||
* [[δαπανηρός]] |
* [[δαπανηρός]] |
||
===={{ |
===={{πολυλεκτικοί όροι}}==== |
||
*''δημοσία [[δαπάνη]]'' (<{{καθαρ}} [[δημοσίᾳ]] [[δαπάνῃ]]): με [[δαπάνη|δαπάνες]] που καταβάλλει το [[δημόσιο]], το [[κράτος]] |
*''δημοσία [[δαπάνη]]'' (<{{καθαρ}} [[δημοσίᾳ]] [[δαπάνῃ]]): με [[δαπάνη|δαπάνες]] που καταβάλλει το [[δημόσιο]], το [[κράτος]] |
||
*: ''Στο υπουργείο Πολιτισμού επιστρέφει η οικογένεια του Μιχάλη Κακογιάννη τα χρήματα της '''δημόσια δαπάνη''' κηδείας του, αποδεχόμενη ωστόσο την τιμή.'' ([http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=412932 *]) |
*: ''Στο υπουργείο Πολιτισμού επιστρέφει η οικογένεια του Μιχάλη Κακογιάννη τα χρήματα της '''δημόσια δαπάνη''' κηδείας του, αποδεχόμενη ωστόσο την τιμή.'' ([http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=412932 *]) |
Αναθεώρηση της 10:09, 22 Νοεμβρίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δαπάνη | οι | δαπάνες |
γενική | της | δαπάνης | των | δαπανών |
αιτιατική | τη | δαπάνη | τις | δαπάνες |
κλητική | δαπάνη | δαπάνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- δαπάνη < αρχαία ελληνική δαπάνη
Ουσιαστικό
δαπάνη θηλυκό
- το να δίνει κάποιος ένα χρηματικό ποσό για ένα αγαθό ή υπηρεσία
- το χρηματικό ποσό που κάποιος δαπανά
- (μεταφορικά) το ξόδεμα (δυνάμεων, πόρων κλπ)
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
δαπάνη
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
δαπάνη < δαπανάω
Ουσιαστικό
δαπάνη θηλυκό
- η ενέργεια του δαπανάω, η κατανάλωση χρήσιμων πραγμάτων