βαλλίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη fr |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
||
Γραμμή 27: | Γραμμή 27: | ||
[[fr:βαλλίζω]] |
[[fr:βαλλίζω]] |
||
[[mg:βαλλίζω]] |
Αναθεώρηση της 22:55, 25 Νοεμβρίου 2014
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- βαλλίζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bal- (=κουνώ, χορεύω)
Ρήμα
βαλλίζω (σύνηθες στη Σικελία και τη Μεγάλη Ελλάδα)
- ρίχνω τα πόδια μου εδώ κι εκεί
- χορεύω
- ὅτι τὸ βαλλίζειν ἤτοι κωμάζειν ἢ χορεύειν ἤ τι τοιοῦτον καὶ τὸ ἐξ αὐτοῦ παραγόμενον ὁ βαλλισμός, παρὰ πολλοῖς τῶν ἀρχαίων εὕρηται, ᾿Επίχαρμός τε γάρ φησι καὶ Σώφρων καὶ ῎Αλεξις μέμνηται τῆς λέξεως. (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 2, 1, 173, 20-22)
- Τίς ἐκ πάντων τούτων δύναται ἀποδεῖξαι ὅτι ἁρμόζει Χριστιανοῖς κιθαρίζειν, ἢ ὀρχεῖσθαι, ἢ βαλλίζειν, ἢ χοραυλεῖν, ἢ ἐπιφωνεῖν, ἢ μαντεύεσθαι, ἢ ποιεῖν τὰ λεγόμενα φυλακτήρια, ἢ φορᾶν αὐτά, ἢ ἐπερωτᾶν δαίμοσιν, ἢ μεθύσκεσθαι, ἢ ἀνέχεσθαι τῶν τὰ τοιαῦτα παράνομα ποιούντων ἔργα; (Εφραίμ ο Σύρος, Ὅτι οὐ δεῖ παίζειν Χριστιανούς, 241, 8-12)
- σκιρτώ
- πηδώ