ποσότητα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ru
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη en
Γραμμή 63: Γραμμή 63:


[[chr:ποσότητα]]
[[chr:ποσότητα]]
[[en:ποσότητα]]
[[fr:ποσότητα]]
[[fr:ποσότητα]]
[[lo:ποσότητα]]
[[lo:ποσότητα]]

Αναθεώρηση της 20:44, 22 Δεκεμβρίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποσότητα οι ποσότητες
      γενική της ποσότητας των ποσοτήτων
    αιτιατική την ποσότητα τις ποσότητες
     κλητική ποσότητα ποσότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποσότητα < αρχαία ελληνική ποσότης

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

ποσότητα θηλυκό

  1. αφηρημένη έννοια που αναφέρεται στο μέγεθος (πόσο;) ή τον αριθμό (πόσα;)
    η ποσότητα του αλκοόλ σε αυτά τα σοκολατάκια είναι τόσο μικρή που δεν θα έπρεπε να σε νοιάζει
    η ποσότητα νερού στο σώμα ενός ανθρώπου με μέσο βάρος 70 kg είναι περίπου 40 λίτρα
    η ποσότητα των 10 ml της ουσίας αρκεί για να...

Μεταφράσεις