κορυφή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
NKuusik (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
NKuusik (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 58: Γραμμή 58:
* {{he}} : {{τ|he|שיא|noentry=1}}
* {{he}} : {{τ|he|שיא|noentry=1}}
<!-- * {{eso}} : {{τ|eso|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{eso}} : {{τ|eso|ΧΧΧ}} -->
* {{et}} : {{τ|et|pikk}}
* {{et}} : {{τ|et|tipp}}
* {{eo}} : {{τ|eo|kulmino|noentry=1}}
* {{eo}} : {{τ|eo|kulmino|noentry=1}}
<!-- * {{zu}} : {{τ|zu|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{zu}} : {{τ|zu|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 23:05, 3 Ιανουαρίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορυφή οι κορυφές
      γενική της κορυφής των κορυφών
    αιτιατική την κορυφή τις κορυφές
     κλητική κορυφή κορυφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κορυφή < αρχαία ελληνική κορυφή

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

κορυφή θηλυκό

  1. Πρότυπο:γεωγρ το υψηλότερο σημείο ενός υψώματος, βουνού ή λόφου ή οποιουδήποτε αντικειμένου
    η κορυφή του Ταϋγέτου, η κορυφή του δέντρου
  2. (μεταφορικά) το ανώτερο σημείο της εξέλιξης ενός ανθρώπου από επαγγελματική, επιστημονική ή άλλη άποψη
  3. (γενικότερα) το ανώτερο σημείο σε κάθε ιεραρχικό σύστημα
    η κορυφή της τροφικής αλυσίδας
  4. (συνεκδοχικά) ο κορυφαίος στον τομέα του
    αυτός ο επιστήμονας είναι κορυφή
  5. Πρότυπο:γεωμ το σημείο τομής δύο πλευρών πολύπλευρου επίπεδου σχήματος ή τουλάχιστον τριών πλευρών ενός πολυγώνου

Εκφράσεις

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κορυφή < κόρυς

Ουσιαστικό

κορυφή θηλυκό

  1. το πιο ψηλό σημείο στο κεφάλι ανθρώπου ή ζώου
  2. (γενικότερα) το πιο ψηλό σημείο σε οτιδήποτε έχει ύψος
  3. (μεταφορικά) η κορωνίδα