χάχας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'ταμίας'}}
{{προσχέδιο}}

==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < [[χα]] χα
: '''{{PAGENAME}}''' < [[χα]] [[χα]]


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
#που γελάει χωρίς λόγο
# {{λείπει ο ορισμός}}
#ανόητος





Αναθεώρηση της 08:14, 2 Φεβρουαρίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η χάχας οι χάχες
      γενική του/της χάχα των χαχών
    αιτιατική τον/τη χάχα τους/τις χάχες
     κλητική χάχα χάχες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χάχας < χα χα

Ουσιαστικό

χάχας αρσενικό

  1. που γελάει χωρίς λόγο
  2. ανόητος


Μεταφράσεις