τιμή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
|||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{el-κλίσ-'ψυχή'}} |
{{el-κλίσ-'ψυχή'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}} |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
Γραμμή 74: | Γραμμή 74: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ιε}} *kʷi-mā- < *kʷei- ([[τιμή]], [[αξία]]) |
||
==={{ουσιαστικό|grc}}=== |
==={{ουσιαστικό|grc}}=== |
Αναθεώρηση της 06:59, 5 Μαρτίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τιμή | οι | τιμές |
γενική | της | τιμής | των | τιμών |
αιτιατική | την | τιμή | τις | τιμές |
κλητική | τιμή | τιμές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- τιμή < αρχαία ελληνική τιμή
Ουσιαστικό
τιμή θηλυκό
- το χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για να αποκτήσει ένα ορισμένο πράγμα ή υπηρεσία
- ο σεβασμός που έχουν ή δείχνουν άλλοι για κάποιον, και η δήλωση αυτού του σεβασμού
- η προσωπική αντίληψη κάποιου για τη δική του αξία που απορρέει από τη φύση του ως ανθρώπου
- η καλή φήμη κάποιου η οποία στηρίζεται στην προσωπική αίσθηση του ηθικού ορθού και δικαίου
- προνόμιο
- ήταν τιμή μου να γευματίσω με τον τάδε
- Πρότυπο:μαθ μέγεθος ή ποσότητα που εκφράζει μια μεταβλητή
Μεταφράσεις
χρηματική αξία
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- τιμή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷi-mā- < *kʷei- (τιμή, αξία)
Ουσιαστικό
τιμή θηλυκό
- η ένδειξη σεβασμού, η αναγνώριση της αξίας
- το αξίωμα, η εξουσία
- (κατ’ επέκταση) το πρόσωπο που έχει αξίωμα
- η τιμητική προσφορά
- ο προσδιορισμός της περιουσίας
- η εκτίμηση της ζημιάς
- (συνεκδοχικά) η αποζημίωση σαν ποινή