χαράζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη en |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
||
Γραμμή 79: | Γραμμή 79: | ||
[[en:χαράζω]] |
[[en:χαράζω]] |
||
[[hu:χαράζω]] |
[[hu:χαράζω]] |
||
[[mg:χαράζω]] |
Αναθεώρηση της 18:59, 20 Απριλίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χαράζω < αρχαία ελληνική χαράσσω
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
χαράζω και χαράσσω, πρτ.: χάραζα και χάρασσα, στ.μέλλ.: θα χαράξω, αόρ.: χάραξα, παθ.φωνή: χαράζομαι, μτχ.π.π.: χαραγμένος
- (μεταβατικό) δημιουργώ μια σχετικά βαθιά τομή (χαρακιά) στην επιφάνεια ενός αντικειμένου με οξύ όργανο
- γράφω ή σχεδιάζω κάτι σε σκληρή επιφάνεια χρησιμοποιώντας οξύ όργανο
- (μεταφορικά) εντυπώνω
- ο χρόνος χάραξε βαθιά στην καρδιά μας αυτά τα τραγούδια
- σχεδιάζω / φέρω μια ευθεία γραμμή με τη βοήθεια γεωμετρικού οργάνου (χάρακα)
- (μεταβατικό) σχεδιάζω ένα δρόμο ή (μεταφορικά) μια πορεία
- το κόμμα μας φιλοδοξεί να χαράξει μια νέα πορεία για τον τόπο
- (στο γ΄ ενικό) χαράζει: αρχίζει μόλις η καινούρια μέρα, ξημερώνει
- μόλις χάραξε, σηκώθηκα για τη δουλειά
Συγγενικά
Μεταφράσεις
χαράζω
|