εξάπλωση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
→‎Ουσιαστικό: Έγραψα τον ορισμό .
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 7: Γραμμή 7:
==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
1) τρόπος για να αναπτειχθεί ενα ιδος .
# {{λείπει ο ορισμός}}
2)π.χ. Η εξάπλωση ενός ιού .


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 13:30, 24 Απριλίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξάπλωση

Εξάπλωση

Ουσιαστικό

εξάπλωση θηλυκό 1) τρόπος για να αναπτειχθεί ενα ιδος . 2)π.χ. Η εξάπλωση ενός ιού .

Μεταφράσεις