ξεγελώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg
JorisvS (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 7: Γραμμή 7:
==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|ξεγελούσα|ξεγελάσω|ξεγέλασα|ξεγελιέμαι|ξεγελασμένος}}
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|ξεγελούσα|ξεγελάσω|ξεγέλασα|ξεγελιέμαι|ξεγελασμένος}}
* [[εξαπατώ]] κάποιον με ψέμματα ή υποκρισία, τον κάνω να με πιστέψει ή να μου δείξει εμπιστοσύνη
* [[εξαπατώ]] κάποιον με ψέματα ή υποκρισία, τον κάνω να με πιστέψει ή να μου δείξει εμπιστοσύνη
:''τον '''ξεγέλασε''' και του έφαγε την περιουσία''
:''τον '''ξεγέλασε''' και του έφαγε την περιουσία''
===={{εκφράσεις}}====
===={{εκφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 16:20, 29 Απριλίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεγελώ < αρχαία ελληνική ἐκγελῶ

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ρήμα

ξεγελώ, πρτ.: ξεγελούσα, στ.μέλλ.: θα ξεγελάσω, αόρ.: ξεγέλασα, παθ.φωνή: ξεγελιέμαι, μτχ.π.π.: ξεγελασμένος

  • εξαπατώ κάποιον με ψέματα ή υποκρισία, τον κάνω να με πιστέψει ή να μου δείξει εμπιστοσύνη
τον ξεγέλασε και του έφαγε την περιουσία

Εκφράσεις

  • ξεγελώ την πείνα μου : τρώω κάτι πρόχειρο, για να μην πεινάω προσωρινά

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις