ενεστώτας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 13: | Γραμμή 13: | ||
===={{πολυλεκτικοί όροι}}==== |
===={{πολυλεκτικοί όροι}}==== |
||
* [[ιστορικός ενεστώτας]]: ο ενεστώτας που χρησιμοποιείται σε διηγήσεις που αφορούν το [[παρελθόν]], προκειμένου να δώσει μεγαλύτερη ζωντάνια και παραστατικότητα |
* [[ιστορικός ενεστώτας]]: ο ενεστώτας που χρησιμοποιείται σε διηγήσεις που αφορούν το [[παρελθόν]], προκειμένου να δώσει μεγαλύτερη ζωντάνια και παραστατικότητα. (¨ην) |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 18:39, 18 Μαΐου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενεστώτας < αρχαία ελληνική ἐνεστώς,αρσενικό της μετ. παθ. ενεστ. του ρήματος ενίσταμαι ως ουσ.
Ουσιαστικό
ενεστώτας αρσενικό
- χρόνος ρήματος ο οποίος δηλώνει κάτι που γίνεται στο παρόν ή γίνεται κατ' εξακολούθηση στο παρόν
- η ώρα είναι οκτώ
- ταξιδεύω συχνά στο εξωτερικό για δουλειές
- χρόνος που μερικές φορές χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια πράξη που θα συμβεί σε καθορισμένη στιγμή στο μέλλον
- το τρένο φεύγει στις 8
Πολυλεκτικοί όροι
- ιστορικός ενεστώτας: ο ενεστώτας που χρησιμοποιείται σε διηγήσεις που αφορούν το παρελθόν, προκειμένου να δώσει μεγαλύτερη ζωντάνια και παραστατικότητα. (¨ην)