χημεία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ja |
→{{μεταφράσεις}}: pl,cs |
||
Γραμμή 56: | Γραμμή 56: | ||
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|XXX}} --> |
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|XXX}} --> |
||
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} --> |
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} --> |
||
* {{pl}} : {{τ|pl|chemia}} |
|||
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|XXX}} --> |
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|XXX}} --> |
||
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} --> |
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} --> |
||
Γραμμή 66: | Γραμμή 66: | ||
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} --> |
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} --> |
||
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} --> |
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} --> |
||
* {{cs}} : {{τ|cs|chemie}} |
|||
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} --> |
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} --> |
||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
Αναθεώρηση της 04:54, 21 Μαΐου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χημεία < γαλλική chimie < alchimie < Πρότυπο:ετυμ μσν la alchemia < Πρότυπο:ετυμ ar ال (al, “άρθρο”) + Πρότυπο:ετυμ ar كيمياء (kīmiyā’) < (ελληνιστική κοινή) χυμεία < αρχαία ελληνική χῦμα < χέω, με συμφυρμό εννοιών από τις λέξεις χημία και Χημία (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
χημεία θηλυκό
- η επιστήμη που μελετά τη σύσταση κα τη σύνθεση ουσιών καθώς και τις μεταβολές που αυτές παρουσιάζουν
- το μάθημα που διδάσκει τη σύσταση, τη σύνθεση και τις μεταβολές των ουσιών
- Θα κάνουμε κοπάνα στη χημεία
- (μεταφορικά) η καλή σχέση μεταξύ ατόμων και προσωπικοτήτων
- Όλοι πρόσεξαν ότι υπήρχε εξαρχής χημεία μεταξύ τους
Συγγενικά
Σύνθετα
Δείτε επίσης
- χημεία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
χημεία
Αρχαία ελληνικά (grc)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χημείᾱ | αἱ | χημεῖαι |
γενική | τῆς | χημείᾱς | τῶν | χημειῶν |
δοτική | τῇ | χημείᾳ | ταῖς | χημείαις |
αιτιατική | τὴν | χημείᾱν | τὰς | χημείᾱς |
κλητική ὦ! | χημείᾱ | χημεῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χημείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χημείαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
χημεία θηλυκό
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)