ψιλικά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) μ απλοποίηση του προτύπου el-κλίσ-'βουνό' |
|||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{el-κλίσ-'βουνό'|α=πλ}} |
{{el-κλίσ-'βουνό'|α=πλ}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ψιλό|ψιλά]] + [[υλικό|υλικά]] |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{οπλ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{οπλ}} |
Αναθεώρηση της 17:40, 1 Ιουνίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ψιλικά | ||
γενική | των | ψιλικών | ||
αιτιατική | τα | ψιλικά | ||
κλητική | ψιλικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ψιλικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- χρήσιμα στην καθημερινή ζωή μικροαντικείμενα (πχ κλωστές, μολύβια αλλά και εφημερίδες, τσιγάρα κλπ) που πουλιούνται από μικρά συνοικιακά καταστήματα (τα καταστήματα ψιλικών ή ψιλικατζίδικα)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ψιλικά
|