πείρω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 13: Γραμμή 13:
* [[περόνη]]
* [[περόνη]]
* [[πόρπη]]
* [[πόρπη]]
* [[πορθμός]]
* [[πόρος]]


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 22:32, 21 Ιουνίου 2015

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (διαπερνώ, διασχίζω)

Ρήμα

πείρω, αόρ.: ἔπειρα, παθ.αόρ. ἐπάρην, παθ.παρακ.: πέπαρμαι

  1. τρυπώ κάτι από τη μια άκρη ως την άλλη, διαπερνώ
  2. (για κρέατα) σουβλίζω
  3. (μεταφορικά) διασχίζω (τη θάλασσα, τα κύματα)

Συγγενικά