πέμπω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 145: | Γραμμή 145: | ||
*[[περιπέμπω]] |
*[[περιπέμπω]] |
||
*[[προσμεταπέμπω]] |
*[[προσμεταπέμπω]] |
||
*[[συμπροπέμπω |
*[[συμπροπέμπω]] |
||
*[[συναποπέμπω]] |
*[[συναποπέμπω]] |
||
*[[προπέμπω]] |
*[[προπέμπω]] |
Αναθεώρηση της 22:36, 21 Ιουνίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πέμπω < αρχαία ελληνική πέμπω
Ρήμα
πέμπω, πρτ.: έπεμπα, στ.μέλλ.: θα πέμψω, αόρ.: έπεμψα, παθ.φωνή: πέμπομαι
- στέλνω κάποιον ή κάτι σε ένα συγκεκριμένο τόπο για ένα συγκεκριμένο σκοπό, λόγια χρήση ή ιδιωματικά σε περιοχές, όμως το ρήμα ζει μέσα σε πολλά σύνθετα ρήματα και σε λέξεις ως β΄ συνθετικό (από την αρχαία ελληνική πομπή που ήταν παράγωγη λέξη του πέμπω)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πέμπω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πέμπω < θέμα πεμπ που σε διάφορους χρόνους γίνεται πομφ λόγω ετεροίωσης και δάσυνσης
Ενεστώτας | πέμπω |
---|---|
Παρατατικός | ἒπεμπον |
Μέλλοντας | πέμψω |
Αόριστος β' | ἒπεμψα |
Παρακείμενος | πέπομφα |
Υπερσυντέλικος | ἐπεπόμφειν |
Ρήμα
πέμπω
- στέλνω
- φέρνω, μεταφέρω
- ρίχνω, εξακοντίζω
- αποπέμπω, απολύω
- εκπέμπω
- οδηγώ
- συνοδεύω
- παρακολουθώ
- προσκαλώ
- φροντίζω κάποιος να σταλεί ή να έρθει
Συγγενικά