δυσβάστακτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ απλοποίηση προτ. κλίσης
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
{{el-κλίσ-'όμορφος'}}
{{el-κλίσ-'όμορφος'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστ|}} < [[δυσ-]] + [[βαστακτός]] < {{αρχ|βαστάζω}}

==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο'''
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο'''
# που δύσκολα κάποιος το [[αντέχω|αντέχει]], το υποφέρει
# που δύσκολα κάποιος το [[αντέχω|αντέχει]], το υποφέρει
#: '''''δυσβάστακτο''' κόστος, '''δυσβάστακτη''' απώλεια''
#: '''''δυσβάστακτο''' κόστος, '''δυσβάστακτη''' απώλεια''

===={{μορφές}}====
*[[δυσβάσταχτος]]

===={{συνώνυμα}}====
*[[επαχθής]]

===={{συγγενικά}}====
*[[δυσβάστακτα]]
*{{βλ|δυσ-|βαστώ}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
<!-- * {{en}} : {{τ|en|ΧΧΧ}} -->
* {{en}} : {{τ|en|onerous}}
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 05:46, 9 Ιουλίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσβάστακτος η δυσβάστακτη το δυσβάστακτο
      γενική του δυσβάστακτου της δυσβάστακτης του δυσβάστακτου
    αιτιατική τον δυσβάστακτο τη δυσβάστακτη το δυσβάστακτο
     κλητική δυσβάστακτε δυσβάστακτη δυσβάστακτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσβάστακτοι οι δυσβάστακτες τα δυσβάστακτα
      γενική των δυσβάστακτων των δυσβάστακτων των δυσβάστακτων
    αιτιατική τους δυσβάστακτους τις δυσβάστακτες τα δυσβάστακτα
     κλητική δυσβάστακτοι δυσβάστακτες δυσβάστακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυσβάστακτος < (ελληνιστική κοινήδυσβάστακτος < δυσ- + βαστακτός < αρχαία ελληνική βαστάζω

Επίθετο

δυσβάστακτος, -η, -ο

  1. που δύσκολα κάποιος το αντέχει, το υποφέρει
    δυσβάστακτο κόστος, δυσβάστακτη απώλεια

Άλλες μορφές

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις