αἴρω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 12: | Γραμμή 12: | ||
# [[παίρνω]] κάτι/κάποιον, [[απομακρύνω]], [[καταστρέφω]] |
# [[παίρνω]] κάτι/κάποιον, [[απομακρύνω]], [[καταστρέφω]] |
||
===={{ |
===={{μορφές}}==== |
||
*[[ἀείρω]] |
* {{επικ}}: [[ἀείρω]] |
||
* {{ιων}}: [[ἀείρω]] |
|||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 17:45, 12 Ιουλίου 2015
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- αἴρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂uer-
Ρήμα
αἴρω (παθητική φωνή: αἴρομαι)
- σηκώνω κάτι, το φέρνω σε ψηλότερη θέση
- φέρω (ένα φορτίο)
- εξυμνώ ή υπερβάλλω
- παίρνω κάτι/κάποιον, απομακρύνω, καταστρέφω