διδάσκω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 117: Γραμμή 117:
==={{ρήμα|grc}}===
==={{ρήμα|grc}}===
*{{λ}}
*{{λ}}

===={{συγγενικά}}====
*[[διδακτός]]
*[[διδάσκαλος]]
*[[δίδαξις]]
*[[διδαχή]]

===={{σύνθετα}}====
*[[ἀναδιδάσκω]]
*[[ἀντιδιδάσκω]]
*[[ἐκδιδάσκω]]
*[[ἐπιδιδάσκω]]
*[[προδιδάσκω]]
*[[προσδιδάσκω]]


===={{κλίση}}====
===={{κλίση}}====

Αναθεώρηση της 17:55, 12 Ιουλίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διδάσκω < αρχαία ελληνική διδάσκω μαθαίνω σε κάποιον κάτι,μορφώνω

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ρήμα

διδάσκω, ενεργητική μετοχή διδάσκων, παθητική φωνή διδάσκομαι

  1. μεταδίδω με συστηματικό τρόπο τη γνώση που έχω για ένα αντικείμενο σε κάποιον άλλον
  2. εργάζομαι ως δάσκαλος ή καθηγητής
    ο Γιώργος διδάσκει στο Αρσάκειο
  3. μεταφέρω στους ακροατές μου μια ηθική διδασκαλία, ένα μήνυμα
    ο Χριστός δίδασκε την αγάπη
    ο μύθος αυτός μας διδάσκει την αξία της αληθινής φιλίας
  4. (θέατρο) σκηνοθετώ

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διδάσκω < δάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deḱ- (παίρνω)

Ρήμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Κλίση