μέλος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 81: Γραμμή 81:
==={{ουσιαστικό|grc}}===
==={{ουσιαστικό|grc}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
# μέρος του σώματος ανθρώπου ή ζώου
* {{λείπει ο ορισμός|grc}}
# τραγούδι, μελωδία, μουσικός τόνος
# μουσικό ύφος προς το οποίο είναι προσαρμοσμένο ένα τραγούδι, μουσικός τόνος


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 14:23, 1 Σεπτεμβρίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'έδαφος'

Ετυμολογία

μέλος < αρχαία ελληνική μέλος

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

μέλος ουδέτερο

  1. τμήμα του σώματος το οποίο εκτελεί συγκεκριμένη εργασία (πχ. πόδι, χέρι, κεφάλι, δάκτυλο)
  2. οποιοδήποτε τμήμα οργανισμού ιδιαίτερης λειτουργίας
  3. ο άνθρωπος που συμμετέχει σε επιτροπή, αποστολή, συμβούλιο, σωματείο κ.λπ.
  4. κάθε χώρα (κράτος) συνασπισμού χωρών (οικονομικού, θρησκευτικού, εμπορικού, συμμαχικού κ.λπ)
  5. (μεταφορικά) άνθρωπος ο οποίος εντάσσεται σε μια ομάδα ή ένα κοινωνικό σύνολο με συγκεκριμένο σκοπό και δραστηριότητα
  6. το χορικό ή λυρικό άσμα
  7. η μελωδία

Σύνθετα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Πρότυπο:grc-κλίσ-'βέλος'

Ετυμολογία

μέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mel

Ουσιαστικό

μέλος ουδέτερο

  1. μέρος του σώματος ανθρώπου ή ζώου
  2. τραγούδι, μελωδία, μουσικός τόνος
  3. μουσικό ύφος προς το οποίο είναι προσαρμοσμένο ένα τραγούδι, μουσικός τόνος