παράνομος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
grc
Γραμμή 58: Γραμμή 58:
===={{ουσιαστικό|el}}====
===={{ουσιαστικό|el}}====
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
* ο ενσυνείδητος [[παραβάτης]] του νόμουο [[εκτός]] [[νόμος|νόμου]]
* ο ενσυνείδητος [[παραβάτης]] του νόμου [[εκτός]] [[νόμος|νόμου]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 64: Γραμμή 64:
* {{en}} : {{τ|en|outlaw}}
* {{en}} : {{τ|en|outlaw}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


----

=={{-grc-}}==

==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία|grc}}

==={{ουσιαστικό|grc}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
# {{λ}}

==={{επίθετο|grc}}===
'''{{PAGENAME}}'''
# {{λ}}

===={{συγγενικά}}====
* [[παρανομέω]]
* [[παρανομία]]




{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 04:48, 3 Σεπτεμβρίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παράνομος < αρχαία ελληνική παράνομος < παρά + νόμος

Επίθετο

παράνομος -η -ο

  1. ο εκτός των ορίων του νομίμου, είτε λόγω έλλειψης των απαραίτητων προϋποθέσεων του νομίμου, είτε λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων αλλά με παρουσία επιπλέον στοιχείων που καθιστουν ρητά το σύνολο παραβατικό του νόμου
  2. ο αντίθετος με τις κοινωνικές συμβάσεις, ακόμη κι αν δεν απαγορεύεται από τους νόμους
    είχε μια παράνομη σχέση με τη γραμματέα του


Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

παράνομος αρσενικό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

παράνομος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

παράνομος αρσενικό

  1. παράνομος

Επίθετο

παράνομος

  1. παράνομος

Συγγενικά