παχαίνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ κλίση |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 17: | Γραμμή 17: | ||
===={{κλίση}}==== |
===={{κλίση}}==== |
||
{{el-κλίσ-'ομορφαίνω'}} |
{{el-κλίσ-'ομορφαίνω'}} |
||
[[Κατηγορία:Ρήματα σε -αίνω, -αίρνω, -έγω, -έκω, -έλνω, -έλω, -έμω, -ένω, -έπω, -έρνω, -έρω, -έτω, -έφω, -έχω και -έω]] |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
Αναθεώρηση της 17:36, 9 Σεπτεμβρίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παχαίνω < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
παχαίνω
- (αμετάβατο) γίνομαι πιο παχύς, κερδίζω βάρος
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον ή κάτι πιο παχύ
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παχαίνω | πάχαινα | θα παχαίνω | να παχαίνω | παχαίνοντας | |
β' ενικ. | παχαίνεις | πάχαινες | θα παχαίνεις | να παχαίνεις | πάχαινε | |
γ' ενικ. | παχαίνει | πάχαινε | θα παχαίνει | να παχαίνει | ||
α' πληθ. | παχαίνουμε | παχαίναμε | θα παχαίνουμε | να παχαίνουμε | ||
β' πληθ. | παχαίνετε | παχαίνατε | θα παχαίνετε | να παχαίνετε | παχαίνετε | |
γ' πληθ. | παχαίνουν(ε) | πάχαιναν παχαίναν(ε) |
θα παχαίνουν(ε) | να παχαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πάχυνα | θα παχύνω | να παχύνω | παχύνει | ||
β' ενικ. | πάχυνες | θα παχύνεις | να παχύνεις | πάχυνε | ||
γ' ενικ. | πάχυνε | θα παχύνει | να παχύνει | |||
α' πληθ. | παχύναμε | θα παχύνουμε | να παχύνουμε | |||
β' πληθ. | παχύνατε | θα παχύνετε | να παχύνετε | παχύνετε | ||
γ' πληθ. | πάχυναν παχύναν(ε) |
θα παχύνουν(ε) | να παχύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παχύνει | είχα παχύνει | θα έχω παχύνει | να έχω παχύνει | ||
β' ενικ. | έχεις παχύνει | είχες παχύνει | θα έχεις παχύνει | να έχεις παχύνει | ||
γ' ενικ. | έχει παχύνει | είχε παχύνει | θα έχει παχύνει | να έχει παχύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε παχύνει | είχαμε παχύνει | θα έχουμε παχύνει | να έχουμε παχύνει | ||
β' πληθ. | έχετε παχύνει | είχατε παχύνει | θα έχετε παχύνει | να έχετε παχύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν παχύνει | είχαν παχύνει | θα έχουν παχύνει | να έχουν παχύνει |
|
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα σε -αίνω, -αίρνω, -έγω, -έκω, -έλνω, -έλω, -έμω, -ένω, -έπω, -έρνω, -έρω, -έτω, -έφω, -έχω και -έω
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)