θέλω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 54: Γραμμή 54:
* [[οικειοθελώς]]
* [[οικειοθελώς]]
* [[πολυθέλω]]
* [[πολυθέλω]]
[[Κατηγορία:Ρήματα σε -αίνω, -αίρνω, -αίω, -έγω, -έζω, -έθω, -έκω, -έλνω, -έλω, -έμω, -ένω, -έπω, -έρνω, -έρω, -έσω, -έτω, -έφω και -έχω]]
[[Κατηγορία:Ρήματα σε -αίνω, -αίρνω, -αίω, -έγω, -έζω, -έθω, -έκω, -έλνω, -έλω, -έμω, -ένω, -έπω, -έρνω, -έρω, -έσω, -έτω, -έφω, -έχω και -έω]]
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 19:33, 9 Σεπτεμβρίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θέλω <αρχαία ελληνική θέλω, παράλληλος τύπος του ἐθέλω

Ρήμα

θέλω

  1. έχω την επιθυμία να αποκτήσω ή να κάνω κάτι, επιδιώκω ή απαιτώ
    θέλω να πάω διακοπές
    • (ειδικότερα) νιώθω ερωτική επιθυμία για ένα πρόσωπο
      αφού την θέλεις και σε θέλει, γιατί δεν τα βρίσκετε οι δυο σας;
  2. χρειάζομαι, έχω την ανάγκη ενός πράγματος
    θα ήθελα λίγο νερό

Εκφράσεις

  • θέλω να πω (ότι): (επεξηγηματικά) εννοώ (ότι)
  • το καλό που σου θέλω: προειδοποιητικά, σαν ήπιας μορφής απειλή

Σημειώσεις

  • το β' ενικό πρόσωπο (θες, θέλεις) χρησιμοποιείται απρόσωπα, και σαν διαζευκτικός σύνδεσμος, είτε ή ή
    • θες από την ταλαιπωρία, θες από τη βροχή, θες τα παπούτσια, δεν μπόρεσα τελικά να φτάσω έγκαιρα
  • σπανιότερα χρησιμοποιούνται με την ίδια έννοια και το γ' ενικό και το β' και γ' πληθυντικό πρόσωπο σε συμφωνία με το υποκείμενο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις