μένω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
|||
Γραμμή 94: | Γραμμή 94: | ||
* {{en}} : {{τ|en|fail}}, {{τ|en|flunk}} |
* {{en}} : {{τ|en|fail}}, {{τ|en|flunk}} |
||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
[[Κατηγορία:Ρήματα σε -αίνω, -αίρνω, - |
[[Κατηγορία:Ρήματα σε -αίνω, -αίρνω, α-ώ, -έγω, -έζω, -έθω, -έκω, -έλνω, -έλω, -ένω, -έπω, -έρνω, -έρω, -έσω, -έτω, -έφω, -έχω και -έω]] |
||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
Αναθεώρηση της 19:41, 9 Σεπτεμβρίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μένω < αρχαία ελληνική μένω
Ρήμα
μένω , πρτ.: έμενα, στ.μέλλ.: θα μείνω, αόρ.: έμεινα, μτχ.π.π.: μεινεμένος
- κατοικώ
- τα τελευταία χρόνια μένω στην Αθήνα
- εξακολουθώ να βρίσκομαι στην ίδια θέση, δεν μετακινούμαι, παραμένω
- πες του να μείνει' εκεί που βρίσκεται και να μας περιμένει
- βρίσκομαι σε μία κατάσταση χωρίς αλλαγή επί ένα χρονικό διάστημα, παραμένω
- μετά το διαζύγιό του έμεινε χωρίς σχέση για αρκετά χρόνια
- βρίσκομαι ξαφνικά σε μία κατάσταση διαφορετική από πριν
- έχω μείνει άναυδος
- απομένω
- μετά τη μάχη ήταν ο μόνος που έμεινε ζωντανός
- (στο σχολείο) αποτυγχάνω σε ένα μάθημα ή δεν προάγομαι συνολικά
- είπε ότι έμεινε στα μαθηματικά, αλλά είχε μείνει στην ίδια τάξη
- έμεινε ανεξεταστέος σε τρία μαθήματα
- (για όχημα ή τον οδηγό του) παθαίνω βλάβη που με ακινητοποιεί
- έμεινα από μπαταρία
Σύνθετα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μένω | έμενα | θα μένω | να μένω | μένοντας | |
β' ενικ. | μένεις | έμενες | θα μένεις | να μένεις | μένε | |
γ' ενικ. | μένει | έμενε | θα μένει | να μένει | ||
α' πληθ. | μένουμε | μέναμε | θα μένουμε | να μένουμε | ||
β' πληθ. | μένετε | μένατε | θα μένετε | να μένετε | μένετε | |
γ' πληθ. | μένουν(ε) | έμεναν μέναν(ε) |
θα μένουν(ε) | να μένουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έμεινα | θα μείνω | να μείνω | μείνει | ||
β' ενικ. | έμεινες | θα μείνεις | να μείνεις | μείνε | ||
γ' ενικ. | έμεινε | θα μείνει | να μείνει | |||
α' πληθ. | μείναμε | θα μείνουμε | να μείνουμε | |||
β' πληθ. | μείνατε | θα μείνετε | να μείνετε | μείνετε | ||
γ' πληθ. | έμειναν μείναν(ε) |
θα μείνουν(ε) | να μείνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μείνει | είχα μείνει | θα έχω μείνει | να έχω μείνει | ||
β' ενικ. | έχεις μείνει | είχες μείνει | θα έχεις μείνει | να έχεις μείνει | ||
γ' ενικ. | έχει μείνει | είχε μείνει | θα έχει μείνει | να έχει μείνει | ||
α' πληθ. | έχουμε μείνει | είχαμε μείνει | θα έχουμε μείνει | να έχουμε μείνει | ||
β' πληθ. | έχετε μείνει | είχατε μείνει | θα έχετε μείνει | να έχετε μείνει | ||
γ' πληθ. | έχουν μείνει | είχαν μείνει | θα έχουν μείνει | να έχουν μείνει |
|
Εκφράσεις
- έμεινα ξερός, έμεινα σέκος, έμεινα στον τόπο, έμεινα τέζα → δείτε την έκφραση: τα κακάρωσα
Μεταφράσεις
παραμένω
→ δείτε τη λέξη παραμένω |