μένω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 94: Γραμμή 94:
* {{en}} : {{τ|en|fail}}, {{τ|en|flunk}}
* {{en}} : {{τ|en|fail}}, {{τ|en|flunk}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}
[[Κατηγορία:Ρήματα σε -αίνω, -αίρνω, -έλλω, -έλνω, -έλω, -ένω, -έρνω και -έρω]]
[[Κατηγορία:Ρήματα σε -αίνω, -αίρνω, α-ώ, -έγω, -έζω, -έθω, -έκω, -έλνω, -έλω, -ένω, -έπω, -έρνω, -έρω, -έσω, -έτω, -έφω, -έχω και -έω]]
{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}



Αναθεώρηση της 19:41, 9 Σεπτεμβρίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μένω < αρχαία ελληνική μένω

Ρήμα

μένω , πρτ.: έμενα, στ.μέλλ.: θα μείνω, αόρ.: έμεινα, μτχ.π.π.: μεινεμένος

  1. κατοικώ
    τα τελευταία χρόνια μένω στην Αθήνα
  2. εξακολουθώ να βρίσκομαι στην ίδια θέση, δεν μετακινούμαι, παραμένω
    πες του να μείνει' εκεί που βρίσκεται και να μας περιμένει
  3. βρίσκομαι σε μία κατάσταση χωρίς αλλαγή επί ένα χρονικό διάστημα, παραμένω
    μετά το διαζύγιό του έμεινε χωρίς σχέση για αρκετά χρόνια
  4. βρίσκομαι ξαφνικά σε μία κατάσταση διαφορετική από πριν
    έχω μείνει άναυδος
  5. απομένω
    μετά τη μάχη ήταν ο μόνος που έμεινε ζωντανός
  6. (στο σχολείο) αποτυγχάνω σε ένα μάθημα ή δεν προάγομαι συνολικά
    είπε ότι έμεινε στα μαθηματικά, αλλά είχε μείνει στην ίδια τάξη
    έμεινε ανεξεταστέος σε τρία μαθήματα
  7. (για όχημα ή τον οδηγό του) παθαίνω βλάβη που με ακινητοποιεί
    έμεινα από μπαταρία

Σύνθετα

Κλίση

Εκφράσεις

  • έμεινα ξερός, έμεινα σέκος, έμεινα στον τόπο, έμεινα τέζαδείτε την έκφραση: τα κακάρωσα

Μεταφράσεις