γλυκαίνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 19: | Γραμμή 19: | ||
{{el-κλίσ-'σημαίνω'|παρακΒ=1}} |
{{el-κλίσ-'σημαίνω'|παρακΒ=1}} |
||
{{el-κλίσ-'τρελαίνομαι'|πρ3=}} |
{{el-κλίσ-'τρελαίνομαι'|πρ3=}} |
||
[[Κατηγορία:Ρήματα σε -αίνω, -αίρνω, -αίω, -έγω, -έζω, -έθω, -έκω, -έλνω, -έλω, -έμω, -ένω, -έπω, -έρνω, -έρω, -έσω, έτω, -έφω, -έχω και -έω]] |
[[Κατηγορία:Ρήματα σε -αίνω, -αίρνω, -αίω, -έγω, -έζω, -έθω, -έκω, -έλνω, -έλω, -έμω, -ένω, -έπω, -έρνω, -έρω, -έσω, -έτω, -έφω, -έχω και -έω]] |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 21:04, 9 Σεπτεμβρίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γλυκαίνω < αρχαία ελληνική γλυκαίνω
Ρήμα
γλυκαίνω
- κάνω κάτι γλυκο προσθέτοντας γλυκαντική ουσία ή σάκχαρο
- γίνομαι εγώ πιο γλυκός, πιο πράος, ή ένα χαρακτηριστικό μου
- γλυκαίνει τη φωνή του για να ζητήσει κάτι
- είναι στρυφνή αλλά όταν μιλάει στα παιδιά, γλυκαινει αμέσως
- στο τρίτο πρόσωπο, γίνεται κάτι ήπιο, ευχάριστο
- γλύκανε ο καιρός
Παράγωγα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γλυκαίνω | γλύκαινα | θα γλυκαίνω | να γλυκαίνω | γλυκαίνοντας | |
β' ενικ. | γλυκαίνεις | γλύκαινες | θα γλυκαίνεις | να γλυκαίνεις | γλύκαινε | |
γ' ενικ. | γλυκαίνει | γλύκαινε | θα γλυκαίνει | να γλυκαίνει | ||
α' πληθ. | γλυκαίνουμε | γλυκαίναμε | θα γλυκαίνουμε | να γλυκαίνουμε | ||
β' πληθ. | γλυκαίνετε | γλυκαίνατε | θα γλυκαίνετε | να γλυκαίνετε | γλυκαίνετε | |
γ' πληθ. | γλυκαίνουν(ε) | γλύκαιναν γλυκαίναν(ε) |
θα γλυκαίνουν(ε) | να γλυκαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γλύκανα | θα γλυκάνω | να γλυκάνω | γλυκάνει | ||
β' ενικ. | γλύκανες | θα γλυκάνεις | να γλυκάνεις | γλύκανε | ||
γ' ενικ. | γλύκανε | θα γλυκάνει | να γλυκάνει | |||
α' πληθ. | γλυκάναμε | θα γλυκάνουμε | να γλυκάνουμε | |||
β' πληθ. | γλυκάνατε | θα γλυκάνετε | να γλυκάνετε | γλυκάνετε | ||
γ' πληθ. | γλύκαναν γλυκάναν(ε) |
θα γλυκάνουν(ε) | να γλυκάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γλυκάνει | είχα γλυκάνει | θα έχω γλυκάνει | να έχω γλυκάνει | ||
β' ενικ. | έχεις γλυκάνει | είχες γλυκάνει | θα έχεις γλυκάνει | να έχεις γλυκάνει | έχε γλυκαμένο | |
γ' ενικ. | έχει γλυκάνει | είχε γλυκάνει | θα έχει γλυκάνει | να έχει γλυκάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε γλυκάνει | είχαμε γλυκάνει | θα έχουμε γλυκάνει | να έχουμε γλυκάνει | ||
β' πληθ. | έχετε γλυκάνει | είχατε γλυκάνει | θα έχετε γλυκάνει | να έχετε γλυκάνει | έχετε γλυκαμένο | |
γ' πληθ. | έχουν γλυκάνει | είχαν γλυκάνει | θα έχουν γλυκάνει | να έχουν γλυκάνει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) γλυκαμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) γλυκαμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) γλυκαμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) γλυκαμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γλυκαίνομαι | γλυκαινόμουν(α) | θα γλυκαίνομαι | να γλυκαίνομαι | ||
β' ενικ. | γλυκαίνεσαι | γλυκαινόσουν(α) | θα γλυκαίνεσαι | να γλυκαίνεσαι | (γλυκαίνου) | |
γ' ενικ. | γλυκαίνεται | γλυκαινόταν(ε) | θα γλυκαίνεται | να γλυκαίνεται | ||
α' πληθ. | γλυκαινόμαστε | γλυκαινόμαστε γλυκαινόμασταν |
θα γλυκαινόμαστε | να γλυκαινόμαστε | ||
β' πληθ. | γλυκαίνεστε | γλυκαινόσαστε γλυκαινόσασταν |
θα γλυκαίνεστε | να γλυκαίνεστε | (γλυκαίνεστε) | |
γ' πληθ. | γλυκαίνονται | γλυκαίνονταν γλυκαινόντουσαν |
θα γλυκαίνονται | να γλυκαίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γλυκάθηκα | θα γλυκαθώ | να γλυκαθώ | γλυκαθεί | ||
β' ενικ. | γλυκάθηκες | θα γλυκαθείς | να γλυκαθείς | |||
γ' ενικ. | γλυκάθηκε | θα γλυκαθεί | να γλυκαθεί | |||
α' πληθ. | γλυκαθήκαμε | θα γλυκαθούμε | να γλυκαθούμε | |||
β' πληθ. | γλυκαθήκατε | θα γλυκαθείτε | να γλυκαθείτε | γλυκαθείτε | ||
γ' πληθ. | γλυκάθηκαν γλυκαθήκαν(ε) |
θα γλυκαθούν(ε) | να γλυκαθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω γλυκαθεί | είχα γλυκαθεί | θα έχω γλυκαθεί | να έχω γλυκαθεί | γλυκαμένος | |
β' ενικ. | έχεις γλυκαθεί | είχες γλυκαθεί | θα έχεις γλυκαθεί | να έχεις γλυκαθεί | ||
γ' ενικ. | έχει γλυκαθεί | είχε γλυκαθεί | θα έχει γλυκαθεί | να έχει γλυκαθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε γλυκαθεί | είχαμε γλυκαθεί | θα έχουμε γλυκαθεί | να έχουμε γλυκαθεί | ||
β' πληθ. | έχετε γλυκαθεί | είχατε γλυκαθεί | θα έχετε γλυκαθεί | να έχετε γλυκαθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν γλυκαθεί | είχαν γλυκαθεί | θα έχουν γλυκαθεί | να έχουν γλυκαθεί |
Μεταφράσεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
γλυκαίνω < γλυκύς
Ρήμα
γλυκαίνω (γλυκαίνομαι, επίσης γλυκάζω)
- κάνω κάτι γλυκό
Αντώνυμα
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα σε -αίνω, -αίρνω, -αίω, -έγω, -έζω, -έθω, -έκω, -έλνω, -έλω, -έμω, -ένω, -έπω, -έρνω, -έρω, -έσω, -έτω, -έφω, -έχω και -έω
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)