δέρνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) διαγραφή ενός ορισμού και μιας κατηγορίας |
|||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|δέρω}} |
||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ|ˈðɛɾ.nɔ|γλ=el}} |
{{ΔΦΑ|ˈðɛɾ.nɔ|γλ=el}} |
||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' ('' |
'''{{PAGENAME}}''' (''παθητικό'' '''[[δέρνομαι]]''') |
||
# χτυπάω κάποιον με το χέρι ή με άλλο όργανο |
# χτυπάω κάποιον με το χέρι ή με άλλο όργανο |
||
#: {{συνων}} [[βαρώ]], [[καταχερίζω]], [[ξυλοφορτώνω]], [[ξυλοκοπώ]] |
#: {{συνων}} [[βαρώ]], [[καταχερίζω]], [[ξυλοφορτώνω]], [[ξυλοκοπώ]] |
||
Γραμμή 18: | Γραμμή 20: | ||
# (''για ιδιότητα'') [[χαρακτηρίζω]] |
# (''για ιδιότητα'') [[χαρακτηρίζω]] |
||
#:: ''τι εγωισμός σας '''δέρνει'''!'' |
#:: ''τι εγωισμός σας '''δέρνει'''!'' |
||
# {{μτφρ}} [[επικρατώ]] σε μια αναμέτρηση (π.χ. [[άθλημα]], [[διαγωνισμός|διαγωνισμό]]) με μεγάλη διαφορά |
|||
#:: ''με τα επιχειρήματά του '''έδειρε''' τις αντίθετες απόψεις στη συνέλευση'' |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
Γραμμή 64: | Γραμμή 64: | ||
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} --> |
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} --> |
||
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} --> |
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} --> |
||
[[Κατηγορία:Ρήματα σε -αίνω, -αίρνω, -αίω, -έγω, -έζω, -έθω, -έκω, -έλνω, -έλω, -έμω, -ένω, -έπω, -έρνω, -έρω, -έσω, -έτω, -έφω, -έχω και -έω]]]] |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
Αναθεώρηση της 07:30, 10 Σεπτεμβρίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δέρνω < αρχαία ελληνική δέρω
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
δέρνω (παθητικό δέρνομαι)
- χτυπάω κάποιον με το χέρι ή με άλλο όργανο
- ≈ συνώνυμα: βαρώ, καταχερίζω, ξυλοφορτώνω, ξυλοκοπώ
- κάποιοι αλήτες τον έδειραν για πλάκα
- ≈ συνώνυμα: βαρώ, καταχερίζω, ξυλοφορτώνω, ξυλοκοπώ
- εκτίθεμαι σε κάτι που πέφτει πάνω μου με ορμή
- βάζω κάποιον σε ταλαιπωρίες, προκαλώ σε κάποιον δεινά
- (για ιδιότητα) χαρακτηρίζω
- τι εγωισμός σας δέρνει!