ιχθυοτρόφος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
αφ σημ 2 κ 3 |
|||
Γραμμή 7: | Γραμμή 7: | ||
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
||
# αυτός που ασχολείται με την [[ιχθυοτροφία]], εργαζόμενος σε φάρμα ψαριών |
# αυτός που ασχολείται με την [[ιχθυοτροφία]], εργαζόμενος σε φάρμα ψαριών |
||
# {{μει}}, (''μεταφορικά'') ο πολιτικά [[ποταμίσιος]], όχι μόνο λόγο του συνειρμού με το [[ποτάμι]] αλλά διότι οι ''ιχθυοκαλλιέργειες'' αναφέρονται ρητά στο πρόγραμμα του [[Το Ποτάμι|Ποταμιού]] |
|||
# {{μει}}, (''μεταφορικά'') ο αλλοπρόσαλλος, ο αδιάφορος για τα καθημερινά ουσιώδη προβλήματα, ειδικά για [[σπουδαστής|σπουδαστή]] που πέρασε σε τυχαία σχολή |
|||
===={{συνώνυμα}}==== |
===={{συνώνυμα}}==== |
Αναθεώρηση της 08:28, 21 Σεπτεμβρίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ιχθυοτρόφος < (ελληνιστική κοινή) ἰχθυοτρόφος < ἰχθύς + τρέφω
Ουσιαστικό
ιχθυοτρόφος αρσενικό
- αυτός που ασχολείται με την ιχθυοτροφία, εργαζόμενος σε φάρμα ψαριών
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ιχθυοτροφείο
- ιχθυοτροφία
- ιχθυοτροφικός
- → δείτε τις λέξεις ιχθύς και τρέφω
Μεταφράσεις
ιχθυοτρόφος