σταυρός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη az
μ r2.7.3) (Ρομπότ: Προσθήκη: da:σταυρός
Γραμμή 146: Γραμμή 146:
[[az:σταυρός]]
[[az:σταυρός]]
[[chr:σταυρός]]
[[chr:σταυρός]]
[[da:σταυρός]]
[[en:σταυρός]]
[[en:σταυρός]]
[[fi:σταυρός]]
[[fi:σταυρός]]

Αναθεώρηση της 21:44, 18 Οκτωβρίου 2015

Δείτε επίσης: Σταυρός

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'ουρανός'

Ετυμολογία

σταυρός < αρχαία ελληνική σταυρός < αρχαία ελληνική ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂ ((μεταφραστικό δάνειο) Πρότυπο:ετυμ la crux ήδη από την (ελληνιστική κοινή))

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

σταυρός αρσενικό

  1. γεωμετρικό σχήμα αποτελούμενο στην πιο απλή του μορφή από δύο ευθύγραμμα τμήματα τεμνόμενα σε γωνία 90 μοιρών
  2. όργανο εκτέλεσης κατά την αρχαιότητα
  3. θρησκευτικό σύμβολο
    • ο Σταυρός του Ιησού Χριστού
  4. μουσικό σύμβολο στη βυζαντινή σημειογραφία
  5. διακριτικό προτίμησης για επιλογή μεταξύ υποψηφίων ενός συνδυασμού κατά την εκλογική διαδικασία
  6. εργαλεία και αντικείμενα
    1. εργαλείο σχήματος σταυρού το οποίο χρησιμοποιείται για το ξεβίδωμα των μπουλονιών που συγκρατούν τους τροχούς των αυτοκινήτων
    2. ηλεκτρολογικό εξάρτημα που επιτρέπει την τροφοδοσία περισσότερων συσκευών από την ίδια ηλεκτρική παροχή (πρίζα)
    3. πλαστικό εργαλείο μίας χρήσης, που χρησιμοποιείται κατά την τοποθέτηση κεραμικών πλακιδίων για να καθοριστεί το μέγεθος του αρμού μεταξύ τους, διαθέσιμο σε 2,3,4,5, και 10 χιλιοστά

Εκφράσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σταυρός οἱ σταυροί
      γενική τοῦ σταυροῦ τῶν σταυρῶν
      δοτική τῷ σταυρ τοῖς σταυροῖς
    αιτιατική τὸν σταυρόν τοὺς σταυρούς
     κλητική ! σταυρέ σταυροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σταυρώ
γεν-δοτ τοῖν  σταυροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σταυρός < ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂

Ουσιαστικό

σταυρός αρσενικό

  1. παλούκι, όρθιος πάσσαλος
    σταυροὺς δ' ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνθα καὶ ἔνθα / πυκνοὺς καὶ θαμέας, τὸ μέλαν δρυὸς ἀμφικεάσσας. (Όμηρος, Οδύσσεια ξ 11-12)
  2. ((ελληνιστική κοινή)) σταυρός (μέσο σταύρωσης)
  3. ((ελληνιστική κοινή)) πάσσαλος ανασκολοπισμού
    Καὶ πρὶν ἐν ὑποψίᾳ γενέσθαι βασιλέα τοῦ πράγματος, ἐγχειρίσασα τοῖς ἐπὶ τῶν τιμωριῶν προσέταξεν ἐκδεῖραι ζῶντα, καὶ τὸ μὲν σῶμα πλάγιον διὰ τριῶν σταυρῶν ἀναπῆξαι, τὸ δὲ δέρμα χωρὶς διαπατταλεῦσαι. (Πλούταρχος, Αρταξέρξης, 17, 7)